- κηρίον
- -ου + τό N 2 0-1-2-7-1=11 1 Sm 14,27; Ez 20,6.15; Ps 18(19),11; 117(118),12honeycomb 1 Sm 14,27; honeycomb, delicacy, sth exquisite (metaph.) Ez 20,6
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κηρίον — honeycomb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίον — το (ΑΜ κηρίον) βλ. κερί … Dictionary of Greek
κηρίω — κηρίον honeycomb neut nom/voc/acc dual κηρίον honeycomb neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρία — κηρίον honeycomb neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίοις — κηρίον honeycomb neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίοισιν — κηρίον honeycomb neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίου — κηρίον honeycomb neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίων — κηρίον honeycomb neut gen pl κηρίων wax light masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίῳ — κηρίον honeycomb neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
сот — род. п. а, мн. соты, русск. цслав. сътъ κηρίον, болг. сът, сербохорв. са̑т, местн. ед. сату, словен. sȃt, род. п. sа̑tа, satȗ, кайк. sę̑t. Этимологизируется пока неудовлетворительно: как родственное др. инд. satas сосуд , по Мейе (Et. 302),… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера